απροίκιστος

απροίκιστος
η , ο , άπροικος, η , ο , [ος , ον ] не имеющий приданого

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απροίκιστος" в других словарях:

  • απροίκιστος — η, ο 1. αυτός που δεν πήρε προίκα: Άφησε την κόρη του απροίκιστη. 2. αυτός που δεν έχει πνευματικά χαρίσματα, πνευματικές αρετές: Μπορεί να είναι απροίκιστος, είναι όμως πολύ εργατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απροίκιστος — η, ο βλ. άπροικος …   Dictionary of Greek

  • άεδνος — (I) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἕδνα (= προίκα)]. (II) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτ. + ἕδνα (= προίκα)] …   Dictionary of Greek

  • άπροικος — κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, ον) ο χωρίς προίκα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα αρχ. ο χωρίς μερίδιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»